Πολυκίνδυνος πολιτική
Το Σχέδιο Μάρσαλ μόνο μια φορά έφερε αποτέλεσμα
του William Pfaff
Το Παρίσι έχει γίνει μια πόλη φαραωνικών μνημειωδών κατασκευών, μια και κάθε νέος πρόεδρος της δημοκρατίας ιδρύει κάτι καινούριο, κάτι για να τον θυμούνται. Το μουσείο του 19ου αιώνα, το Μουσείο ντ' Ορσέ που άνοιξε τον περασμένο χειμώνα, είναι η απάντηση του πρώην Προέδρου Βαλερύ Ζισκάρ ντ' Εσταίν στο Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού του προκατόχου του Πομπιντού. Η καινούρια όπερα του Φρανσουά Μιττεράν στην Βαστίλλη - με τα σχέδιά της ελαφρώς διορθωμένα από τη συντηρητική κυβέρνηση του Ζακ Σιράκ - είναι υπό κατασκευήν. Το ίδιο και το «Μεγάλο Λούβρο» του, μια απέραντη υπόγεια προσθήκη στο υπάρχον μουσείο, η οποία θα επιστεγαστεί με την κρυστάλλινη πυραμίδα του διάσημου αρχιτέκτονα Ι.Μ. Πέι.
Οι υπερταχείες των 270 χιλιομέτρων την ώρα σύντομα θα εξυπηρετούν εκτός από την Λυών και το Μπορντώ, την Γενεύη και την Μασσαλία, και τελικά μπορεί να φτάσουν στις Βρυξέλλες, στο Άμστερνταμ και ίσως στην Κολωνία. Αν κατασκευαστεί το τούνελ της Μάγχης, θα πάνε και στο Λονδίνο. Το γαλλικής έμπνευσης, ευρωπαϊκής χρηματοδότησης διαστημικό λεωφορείο Ερμής ετοιμάζεται - για να πάει στο διάστημα πάνω στον ευρωπαϊκό πύραυλο Αριάν. Και το Παρίσι διαθέτει επίσης ανθισμένες καστανιές και ακορντεονίστες που παίζουν στα υπαίθρια «καφέ».
Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί είχαν μια παροιμία - ότι είναι κανείς «ευτυχισμένος σαν τον Θεό στην Γαλλία». Πριν 47 χρόνια, με γερμανική πρωτοβουλία, αυτή η ευτυχία έγινε θρύψαλα, όπως έγινε και η ευτυχία της ίδιας της Γερμανίας. Και η δεκαετία που ακολούθησε ήταν φρικιαστική. Τώρα όμως η Γαλλία και πάλι ευημερεί - αν και δεν είναι ποτέ της ευχαριστημένη - και η Γερμανία ευημερεί ακόμα περισσότερο, μολονότι δεν χτίζει πια μνημεία της γερμανικής δόξας. (Η Μερσέντες-Μπενζ εξυπηρετεί τον ρόλο του μνημειώδους για τη σύγχρονη Δυτική Γερμανία.)
Η Δυτική Ευρώπη σήμερα είναι πιο εύπορη και δυναμική (δες τις στατιστικές παραγωγικότητας και εμπορίου), και ίσως πιο ευτυχισμένη (εδώ δεν έχουμε στατιστικές, μόνο ανεκδοτολογικές ενδείξεις) από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η Ευρώπη των μνημείων και της ευμάρειας - τα δάνεια της οποίας, μαζί με εκείνα της Ιαπωνίας, χρηματοδοτούν τα ελλείμματα της Αμερικής, και οι εξαγωγές της οποίας, μαζί με εκείνες της Ιαπωνίας, διώχνουν τις αμερικανικές εξαγωγές από τις συναγωνιστικές αγορές - άρχισε με την οικονομική βοήθεια που της παρεσχέθη από τις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Η τεσσαρακοστή επέτειος του Σχεδίου Μάρσαλ εορτάσθηκε την περασμένη άνοιξη και το καλοκαίρι, και οι λόγοι του εορτασμού είναι προφανείς: από την εφαρμογή του σχεδίου η πορεία της Ευρώπης ήταν ανοδική. Δεν συνέβη το ίδιο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι που θα μπορούσε κανείς να φέρει το επιχείρημα ότι οι απογοητεύσεις που υπέστησαν οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια είναι, κατά έναν βαθμό, αποτέλεσμα της επιτυχίας αυτών ακριβώς των πνευματικών και πολιτικών νεωτερισμών για τους οποίους ήταν υπεύθυνη η Ουάσινγκτον κατά τους μήνες που ακολούθησαν το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στα απομνημονεύματα του ο Ντην Άτσεσον περιέλαβε μια φράση της Αγγλίδας συγγραφέως Βερόνικα Γουέτζγουντ σχετικά με το πώς γράφεται η ιστορία: «Γνωρίζουμε το τέλος πριν λάβουμε υπ' όψη μας την αρχή, και ποτέ δεν μπορούμε να επαναφέρουμε πλήρως στη μνήμη μας πώς ήταν όταν γνωρίζαμε μόνο την αρχή.» Το Σχέδιο Μάρσαλ γεννήθηκε από την κρίση που ανέκυψε το 1947 σχετικά με την Ελλάδα και την Τουρκία. Τώρα ξέρουμε ότι η σοβιετική απειλή - να προκαλέσει εξέγερση στην Ελλάδα και να εισβάλει στην Τουρκία - δεν ήταν αυτό που φαινόταν τότε. Αλλά τότε ποιος ήξερε όσα ξέρουμε τώρα;
Μια δεύτερη ερώτηση που πρέπει να γίνει, σαράντα χρόνια αργότερα, είναι το πού θα βρισκόμασταν σήμερα αν οι τότε υπεύθυνοι δεν είχαν πιστέψει στα δεδομένα που διέθεταν και δεν είχαν δράσει αναλόγως. Ζούμε μέσα σ' έναν γεωπολιτικό χάρτη σχεδιασμένο από πράξεις του παρελθόντος, σχηματισμένο από την κληρονομιά πνεύματος και τακτικής εκείνων που ήξεραν μόνο την αρχή. Παραμένουμε αιχμάλωτοι τους. Οι ιδέες που εκείνοι χρησιμοποίησαν σε κρίσιμες στιγμές, λύσεις πρωτότυπες γι' αυτούς, διαμόρφωσαν τον πολιτικό μας χώρο και έγιναν οι παραδεδεγμένες ιδέες μας. Ο Στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, τότε Αρχηγός του Επιτελείου, ήταν εκείνος που πρότεινε ότι το σχέδιο το οποίο συντάσσετο το 1946 για την παροχή οικονομικής βοηθείας στην Ελλάδα και στην Τουρκία θα έπρεπε να περιέχει πρόβλεψη και για άλλες ευάλωτες χώρες. Το γιατί, ήταν προφανές στην εκτίμηση της καταστάσεως που έκανε για τους ηγέτες του Κογκρέσου ο Άτσεσον, Υφυπουργός τότε Εξωτερικών: «[Ένα] εξαιρετικά πιθανό σοβιετικό ρήγμα [του μετώπου] θα άφηνε τρεις ηπείρους ανοικτές στη σοβιετική διείσδυση. Σαν μήλα σ'ένα βαρέλι που χαλάνε εξ αιτίας του μοναδικού σάπιου που βρίσκεται ανάμεσά τους, το "χάλασμα" της Ελλάδας θα μεταδίδετο στην Περσία και σε όλη την Ανατολή. Θα περνούσε επίσης στην Αφρική μέσω της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου, και στην Ευρώπη μέσω της Ιταλίας και της Γαλλίας, οι οποίες ήδη απειλούντο από τα ισχυρότερα τοπικά Κομμουνιστικά Κόμματα της Δυτικής Ευρώπης. Η Σοβιετική Ένωση έπαιζε ένα από τα μεγαλύτερα παιχνίδια στην ιστορία με το ελάχιστο δυνατό κόστος. »
Στην πραγματικότητα, ο Στάλιν είχε ξεγράψει την Ελλάδα τουλάχιστον δύο μήνες προτού ψηφιστεί το Σχέδιο Μάρσαλ από το Κογκρέσο τον Απρίλιο του 1948. Τον Φεβρουάριο του 1948 είπε σε μια γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία που περιελάμβανε και τον Μίλοβαν Τζίλας: «Τι νομίζετε, ότι η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες - οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ισχυρότερη χώρα του κόσμου - θα σας επιτρέψουν να σπάσετε τη γραμμή επικοινωνίας τους στην Μεσόγειο! Ανοησίες. Το κίνημα στην Ελλάδα πρέπει να σταματήσει, και όσο το δυνατόν γρηγορότερα.» Να λοιπόν, κι άλλο ένα στοιχείο που εμείς τώρα γνωρίζουμε και που εκείνοι, τότε, δεν ήταν δυνατόν να ξέρουν.
Το Σχέδιο Μάρσαλ προτάθηκε την άνοιξη του 1947 από τον Τζώρτζ Μάρσαλ, Υπουργό Εξωτερικών. Μια επίσημη εκτίμηση της διεθνούς οικονομικής κατάστασης είχε προβλέψει ότι κατά το 1947 οι βιομηχανικές χώρες θα χρειάζονταν εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες (όπως έγραφε ο ' Ατσεσονσε ένα μνημόνιο) «ύψους 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων (τετραπλάσιες των προπολεμικών μας εξαγωγών)», ενώ θα ήσαν σε θέση να επιτύχουν εξαγωγές προς τις ΗΠΑ «με τις οποίες να πληρώσουν [...] το ήμισυ μόνο αυτού του ποσού». Οι προοπτικές για τα επόμενα χρόνια ήσαν ακόμα χειρότερες, δεδομένης της - όπως την περιέγραψε ο Υφυπουργός Εξωτερικών επί Οικονομικών Θεμάτων Γουίλ Κλαίυτον - «ασυγκράτητης διάλυσης της εξαιρετικά περίπλοκης βιομηχανικής κοινωνίας της Ευρώπης, λόγω της διακοπής των αλληλένδετων σχέσεων μεταξύ των βιομηχανικών πόλεων και της επαρχίας η οποία παράγει τα τρόφιμα». Αποτέλεσμα ήταν η απλή πρόταση που έκανε ο Τζώρτζ Μάρσαλ το 1947 κατά την τελετή απονομής των πτυχίων στο Χάρβαρντ. Ζήτησε από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να συντάξουν ένα κοινό πρόγραμμα «σχεδιασμένο ώστε να ορθοποδήσει οικονομικά η Ευρώπη» στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παρείχαν υποστήριξη «όση θα είναι πρακτικά εφαρμόσιμη για μας».
Ο Έρνεστ Μπέβιν, Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης των Εργατικών της Βρετανίας, αναγνώρισε τη σημασία του πράγματος, συνεσκέφθη με τον Ζώρζ Μπιντώ, τον Γάλλο ομόλογο του, και άρχισαν οι εργασίες για τη σύνταξη του σχεδίου. Οι Δυτικοευρωπαίοι ίδρυσαν τον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, και υπό τη διαχείρισή του τα κεφάλαια από τις ΗΠΑ χρησιμοποιήθηκαν για την αποκατάσταση της ευημερίας και της ισχύος της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό έγινε με τόση επιτυχία ώστε η Δυτική Ευρώπη - η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μια πολιτική εφεύρεση της ίδιας δημιουργικής εποχής - έχει γίνει ως σύνολο ο πιο σημαντικός βιομηχανικός παραγωγός του κόσμου.
Ήταν ένα λαμπρό επίτευγμα, μιας συγκεκριμένης εποχής, που τώρα ανάγεται μάλλον στο απώτερο παρελθόν μας. Όπως τόσα άλλα λαμπρά επιτεύγματα, παρεμπόδισε με την ίδια του τη λαμπρότητα τη χάραξη κάποιας πρωτότυπης πολιτικής γραμμής στα χρόνια που ακολούθησαν. Επηρέασε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι αυτό που είχε εφαρμοσθεί τόσο καλά στην Δυτική Ευρώπη θα μπορούσε να εφαρμοστεί το ίδιο καλά και αλλού, υπό διαφορετικές συνθήκες. Ρίζωσε ως συμβατική γνώση, επισκιάζοντας από κει και πέρα την ανάγκη για κάθε άλλου είδους γνώση.
Η πολιτική ανάλυση που δικαίωνε το Σχέδιο Μάρσαλ - μια επαπειλούμενη σοβιετική «διείσδυση» όχι απλώς σε μια ήπειρο αλλά σε τρεις - ήταν ανακριβής. Αλλά μετά την εμπειρία του Χίτλερ, και βλέποντας τι έκανε ο Στάλιν για να εξοντώσει την ανεξάρτητη πολιτική ζωή στην Ανατολική Ευρώπη, αποτελούσε ευλογοφανές επιχείρημα για όσους ήξεραν μόνο την αρχή. Ταίριαζε επίσης στους Αμερικανούς λόγω του ρόλου που προσέφερε σης Ηνωμένες Πολιτείες. Από τότε, με όλο και λιγότερη πνευματική αξιοπιστία, έχει χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει ουσιαστικά κάθε αμερικανική απόφαση τακτικής αναφορικά με την Σοβιετική Ένωση (και την παλαιά σύμμαχο της, την Κίνα), από την ίδρυση του NATO ώς την επέμβαση στο Βιετνάμ και ώς την εκστρατεία κατά των Σαντινίστας στην Νικαράγουα - άλλο ένα «σάπιο μήλο» που μολύνει μια ολόκληρη ήπειρο. Τα μέτρα βοηθείας που είχαν τόσο καλό αποτέλεσμα στην Ευρώπη έχουν επανειλημμένα εφαρμοστεί και αλλού, χωρίς, είναι γεγονός, αξιόλογη επιτυχία. Η αρχική επιτυχία όμως έχει κάνει τις μεταγενέστερες αποτυχίες να μοιάζουν με εξαιρέσεις του κανόνα.
Το 1984 η δικομματική επιτροπή του Κίσσινγκερ για την Κεντρική Αμερική ζήτησε ένα «Σχέδιο Μάρσαλ» ύψους οκτώ δισεκατομμυρίων δολαρίων για αυτή την περιοχή. Το επιχείρημα ήταν το γνωστό. Ο Κομμουνισμός απειλούσε τις χώρες της Κεντρικής Αμερικής και το Μεξικό, και σε τελική ανάλυση θα αποτελούσε απειλή για κάθε χωριουδάκι του Τέξας - άλλο ένα σοβιετικό παιχνίδι «με το ελάχιστο δυνατό κόστος». Η θεραπεία; Η ομάδα του Κίσσινγκερ έφερνε ως επιχείρημα ότι οι χώρες της Κεντρικής Αμερικής βρίσκονταν «στο μέσον της διαδρομής από τις κυρίως απολυταρχικές δομές του παρελθόντος προς μια κατάσταση που μπορεί [...] να γίνει ο κυρίως δημοκρατικός πλουραλισμός του μέλλοντος». Χρειάζονταν στρατιωτική βοήθεια, αλλά πέρα από αυτήν χρειάζονταν και την οικονομική υποστήριξη που θα τις ωθούσε προς αυτό το πλουραλιστικό, δημοκρατικό μέλλον.
Επειδή η οικονομική βοήθεια είχε αποτέλεσμα την ανασυγκρότηση στην Δυτική Ευρώπη, αποκαθιστώντας την πολιτική εμπιστοσύνη και εξευτελίζοντας τη δογματική κομμουνιστική πρόβλεψη της δεκαετίας του 1940 - δηλαδή τη σταδιακή προλεταριοποίηση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, η οποία θα οδηγούσε σε επανάσταση - έγινε η συμβατική γνώση. Όπως το έβλεπε η επιτροπή Κίσσινγκερ, η οικονομική ανάπτυξη στην Κεντρική Αμερική θα μπορούσε να επιταχυνθεί από εξωτερική βοήθεια, και αν θα γινόταν αυτό, θα προωθούσε τη δημοκρατία, θα έκανε τις ριζοσπαστικές πολιτικές λύσεις λιγότερο ελκυστικές και θα δημιουργούσε συνθήκες οι οποίες θα ευνοούσαν την, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, φυσική εγκαθίδρυση κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Παρά ταύτα δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι αυτές οι υποθέσεις έχουν κάποιο αντίκρυσμα. Η εξωτερική βοήθεια δεν βοηθάει απαρεγκλήτως την ανάπτυξη. Ευημερία και μη δημοκρατική κυβέρνηση έχουν συνυπάρξει θαυμάσια σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, συμπεριλαμβανομένων κρατών που διατηρούν στενότατους δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ταύτιση της οικονομικής με την πολιτική πρόοδο ανάγεται σε μια μορφή ιστορικού υλισμού - το πιστεύω ότι η οικονομία καθορίζει την πολιτική, πράγμα που δεν έχει καθόλου αποδειχθεί. Οι Αμερικανοί αρέσκονται στην ιδέα επειδή πάντα μας άρεσε να νομίζουμε ότι να είσαι πλούσιος και να είσαι καλός είναι δύο όψεις του ίδιου πράγματος. Και θέλαμε ιδιαίτερα να το τονίζουμε αυτό στα χρόνια του Ρεηγκανισμού, αν και ο Ρεηγκανισμός δεν είναι καμιά καινοτομία. Ο Πρόεδρος συντάσσεται με μια παλιά αμερικανική παράδοση η οποία βρίσκεται εγγύτερα στον Καλβίνο παρά στον Μαρξ. Συνδεδεμένος με αυτό είναι ο αμερικανικός προοδευτισμός, η εξίσου βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι κάπου πάμε όλοι και ότι γινόμαστε καλύτεροι καθ' οδόν.
Αν συγκρίνει κανείς μια συζήτηση επ' αυτών των θεμάτων στις ΗΠΑ με όσα λέγονται στην Δυτική Ευρώπη, ξαφνιάζεται με τη σχετική αφαιρετικότητα και την ιδεολογική ροπή της αμερικανικής πλευράς, σχετικά και με τη φύση του ανταγωνισμού με την Σοβιετική Ενωση και με το θέμα της ανάπτυξης των μη βιομηχανικών χωρών και πώς γίνεται αυτό. Η δήλωση αρχών της Δημοκρατικής Εθνικής Επιτροπής τον περσινό Σεπτέμβριο μιλούσε, αναφορικά με τις εξωτερικές σχέσεις, για μια «συνεχιζόμενη παγκόσμια επανάσταση με στόχο τους ελεύθερους θεσμούς και μια ζωή μεγαλύτερης ευημερίας για όλους», λες κι αυτή η διττή πορεία της ανθρωπότητας αποτελούσε γεγονός. Η χειροπιαστή απόδειξη της γοργής ανάπτυξης μη Δυτικών χωρών υποδηλώνει ότι τις περισσότερες φορές η ανάπτυξη αυτή τείνει να δημιουργεί κοινωνική κρίση, όπως έγινε στην Περσία και αλλού στον μουσουλμανικό κόσμο. Το αποτέλεσμα, όπως στην Περσία, μπορεί έτσι να είναι πολιτική οπισθοδρόμηση, σύμφωνα με τα στάνταρτ της Ουάσινγκτον - μια απόρριψη των λαϊκών πολιτικών ιδεών, καθώς οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την πνευματική και κοινωνική διαταραχή που προκαλεί η γοργή οικονομική αλλαγή για τις φαινομενικά πιο σίγουρες αξίες της θρησκείας και της παράδοσης.
Το Σχέδιο Μάρσαλ είχε μεγάλη επιτυχία στην παροχή κεφαλαίων και επενδύσεων προς λαούς που τους έλειπαν και τα δύο και οι οποίοι ήσαν απόλυτα ικανοί να κάνουν αυτά τα χρήματα να αποδώσουν. Τα βοηθήματα δόθηκαν σε βιομηχανικά εξελιγμένες κοινωνίες σε μια εποχή που τα εργοστάσια και οι επικοινωνίες τους είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο, η γεωργία τους είχε διαλυθεί, και οι λαοί τους ήσαν κλονισμένοι. Το Σχέδιο Μάρσαλ χρηματοδότησε την επιστροφή στην κανονικότητα της Δυτικής Ευρώπης. Δεν συνέβαλε στην πρόοδο της προς κάποιο νέο στάδιο οικονομικής ή πολιτικής εξέλιξης.
Η «ένεση» ξένων επενδύσεων έφερε καλά αποτελέσματα στην Ευρώπη. Το ίδιο καλά αποτελέσματα είχε και για τη μεταπολεμική Ιαπωνία. Όμως οι κατοπινές οικονομικές επιτυχίες της Νοτίου Κορέας, της Ταϊβάν και της Σιγκαπούρης ελάχιστα οφείλουν στο ξένο κεφάλαιο και πολλά στην ικανότητα αυτών των κοινωνιών να οργανώνονται με στόχο τις απαιτήσεις του σύγχρονου εκβιομηχανισμού. Πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι η ανάπτυξη δεν είχε ως επακόλουθο δημοκρατικές κυβερνήσεις. Από την άλλη μεριά, η Αφρική έχει δεχθεί ένα τεράστιο ποσό ξένης βοήθειας χωρίς ιδιαίτερο τεκμαρτό αποτέλεσμα. Και η Λατινική Αμερική δέχτηκε εξαιρετικά μεγάλες «ενέσεις» κεφαλαίου, κυρίως από το 1973, αλλά τα αποτελέσματα της οικονομικής (και πολιτικής) προόδου είναι ανάμικτα.
Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα δεν είναι κάτι το καινούριο για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται σοβαρά για το θέμα. Ο Πήτερ Μπάουερ, η εξέχουσα βρετανική αυθεντία επί της αναπτυξιακής οικονομίας, έγραψε πρόσφατα ότι το επιχείρημα πως οι φτωχές χώρες δεν μπορούν να βγουν από τη φτώχεια τους λόγω έλλειψης κεφαλαίων, είναι μια θεωρία «η οποία έχει γίνει το επίκεντρο της συζήτησης για τη φτώχεια στον κόσμο, και που εύκολα αποδεικνύεται ότι δεν έχει καμία ισχύ. Αν ήταν αλήθεια, ο κόσμος θα βρισκόταν ακόμα στην Λίθινη Εποχή». Οι επιτυχημένες χώρες, προσέθεσε, «συνήθως έχουν προοδεύσει χωρίς υπολογίσιμα ξένα κεφάλαια και οπωσδήποτε χωρίς δωρεές από το εξωτερικό».
Οι επαγγελματίες το γνωρίζουν αυτό πάρα πολύ καλά. Κι όμως αυτή η γνώση δεν εμποδίζει τις επιτροπές εκ διασήμων ατόμων να ζητούν «νέα» Σχέδια Μάρσαλ - για την Κεντρική Αμερική, την Μέση Ανατολή, την Αφρική -, ούτε ανακόπτει τους συντάκτες προεκλογικών προγραμμάτων από το να υμνούν μια υποτιθέμενη πορεία των εθνών προς «τον κυρίως δημοκρατικό πλουραλισμό του μέλλοντος».
Η πρακτική λειτουργία της συμβατικής γνώσης είναι να γλυτώνει τους ανθρώπους από πρωτότυπες σκέψεις. Κάνει ευκολότερη τη ζωή για όλους, έστω και αν τελικά το κόστος μπορεί να είναι μεγάλο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μαζέψει υπερβολικά μεγάλο στοκ συμβατικών ιδεών, απλούστατα επειδή είχαν προσφέρει επιτυχημένες λύσεις σε επείγοντα προβλήματα των δεκαετιών του 1940 και του 1950. Είναι πολύ δύσκολο να απαγκιστρωθεί κανείς από αυτές τις επιτυχίες, ίσως επειδή από τότε σημαντικός αριθμός πραγμάτων που έχει κάνει αυτή η χώρα δεν ήσαν καθόλου επιτυχή.
Ο Τζαίημς Θέρμπερ και ο Έλλιοτ Ντούτζ έγραψαν το 1940 ένα θεατρικό έργο, Το αρσενικό ζώο, για τη θλιβερή ιστορία ενός άντρα που είχε γίνει παναμερικανικός πρωταθλητής ποδοσφαίρου όταν ήταν στο κολέγιο και που ποτέ του δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Αυτό είναι ένα εθνικό πρόβλημα της Αμερικής. Και όπως το έθεσε ένας άλλος παρατηρητής εκείνου του καιρού, σε μια θαυμάσια φράση, οι αμερικανικές ζωές δεν έχουν δεύτερη πράξη. Δεν θα περίμενε κανείς τα λόγια του Φ. Σκώτ Φιτζέραλντ να έχουν πολιτική εφαρμογή στον χειρισμό της εξωτερικής πολιτικής του αμερικανικού έθνους, φαίνεται όμως ότι έχουν. Γιατί νά 'μα στε, σαράντα χρόνια μετά το Σχέδιο Μάρσαλ, και αποδεικνύεται ότι δεν ήταν μια αρχή αλλά ένα τέλος.
Από το Harper's Magazine. Copyright © 1987 Harper's Magazine Foundation.
Reprinted by permission. Εικονογράφηση: Γήσης Παπαγεωργίου.περιοδικό "επιλογές" Οκτώβριος 1987
**** Το έντονο (bold) κείμενο επισημάνθηκε από εμένα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου