Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Οβελίξ και σια

1970-1980 μ.χ.   Όλη η ευρώπη βρίσκεται υπό οικονομική κατοχή. Όλη; Όχι. Ένα χωριό ανυπότακτων ελλήνων αντιστέκεται ακόμα.... Πρόκειται για ένα λαό με πολλά απωθημένα. Ότι έχει καταφέρει να διώξει το ζυγό και ψάχνει απεγνωσμένα να βρει το δρόμο του. Ένα δρόμο που θα του επιτρέψει να ικανοποιήσει τα ανικανοποίητα πάθη του. Ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, τηλεόραση, και γενικά ότι του στερούσαν τα περασμένα χρόνια.

Όμως ο οικονομικός γίγαντας παραμονεύει. Παρακολουθεί τις προσπάθειες αυτού του λαού να δώσει χρώμα στη ζωή του και περιμένει την ευκαιρία για να τον υποτάξει. Η αλήθεια είναι πως δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια. Το δόλωμα το έχουν ήδη τσιμπήσει από μόνοι τους. Βλέποντας λοιπόν πως τούτη η μικρούλα χώρα δεν θα πετύχει να ικανοποιήσει τις ανάγκες των κατοίκων της, αποφασίζει να επέμβει ενεργά.  Να βοηθήσει να πετύχουν πιο γρήγορα τους στόχους τους. Και αφού δεν έχουν τα χρήματα, ούτε τους πόρους, αλλά ούτε τη γνώση και την εξυπνάδα που απαιτείται για να κάνουν κάτι όλοι μαζί, πάει και τους κάνει μια προσφορά.

«Θα σας δώσω εγώ όσα χρήματα χρειάζεστε. Θα τα χρειαστείτε για να αγοράσετε τα αυτοκίνητα που σας αρέσουν (και που φτιάχνω εγώ, χιχιχι!), για να φτιάξετε δρόμους και να ταξιδεύετε πιο γρήγορα (με δικές μου εταιρείες χιχιχι!), για να καλιεργήσετε τα χωράφια σας και να μου πουλάτε αυτά που μου λείπουν, για να κλείσετε αυτά τα παλιά εργοστάσια και να ασχοληθείτε με επιχειρήσεις παροχής υπηρεσίας (που δεν μπορείτε να εξάγετε, χιχιχι!), ακόμα και να αγοράσετε σπίτια και εξοχικά. Θα σας δώσω πιστωτικές κάρτες για να σας διευκολύνω. Έτσι θα μπορείτε να ξοδέψετε πιο πολλά από όσα έχετε και επιπλέον θα αποκτήσετε και prestige».

«Μα...» απόρησαν οι έλληνες. «Πως θα σου επιστρέψουμε όλα αυτά τα χρήματα;»

«Α... μην ανησυχείτε». Αποκρίθηκε ο γίγαντας. «Εγώ έχω πολλά λεφτά. Και στο κάτω κάτω αν σας βοηθήσω θα έχω κι εγώ όφελος. Γιατί οι δικοί μου άνθρωποι θα δουλέψουν για να σας βοηθήσουν. Γιατί θα χρειαστείτε πράγματα που θα αγοράσετε από εμένα αφού εσείς δεν τα έχετε. Και όταν έρθει η ώρα να μου επιστρέψετε τα χρήματα, θα μου δώσετε και κάτι παραπάνω για τον κόπο που έκανα».

«Καλέ αυτός είναι πολύ καλός γίγαντας!» Είπαν όλοι μαζί οι έλληνες. «Θα κάνει τόσα πράγματα για εμάς και το μόνο που ζητάει είναι κάτι παραπάνω όταν θα πρέπει να τον ξεπληρώσουμε. Χαλάλι του!» και έδωσαν τα χέρια. «Κι αν κάποια στιγμή μας τελειώσουν τα χρήματα, ή αν χρειαζόμαστε κι άλλα για να κάνουμε πιο μεγάλα πράγματα;» αναρωτήθηκαν οι έλληνες.

«Τότε δεν έχετε παρά να μου το πείτε, κι εγώ θα σας δώσω όσα χρειάζεστε για να συνεχίσετε. Έτσι εσείς θα μου ξεπληρώνετε αυτά που σας έδωσα παλιότερα με το κάτι παραπάνω και παράλληλα θα είστε σε θέση να κάνετε κι άλλα πράγματα». Οι έλληνες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη τους.

Έτσι λοιπόν, οι έλληνες πήραν τα λεφτά. Και άρχισαν να τα μοιράζουν. Οι πιο τσαχπίνηδες βέβαια πήραν κάτι παραπάνω. Πολλοί αγόρασαν σπίτια τα οποία βέβαια έχτιζαν άλλοι έλληνες αλλά με υλικά που αγόραζαν από τον γίγαντα. Πολλοί πήραν αυτοκίνητα τα οποία έφτιαχνε ο γίγαντας. Πολλοί άρχισαν να ταξιδεύουν και να γνωρίζουν κι άλλους τόπους που κατείχε ο γίγαντας. Πολλοί άλαξαν την τηλεόραση και την οικοσκευή τους φυσικά με την ποιότητα και την εγγύηση του γίγαντα. Πολλοί πήραν και δεύτερο σπίτι. Πολλοί άλλαξαν τη διατροφή τους και έτρωγαν πλέον κάθε μέρα κρέας. Λίγοι όμως ήταν αυτοί που το μερίδιό τους κατάφεραν να το διπλασιάσουν. Και λίγοι ήταν κι αυτοί που έστησαν μια μικρούλα επιχείρηση για να εξυπηρετούν τους συνανθρώπους τους. Ο χρόνος άρχισε να περνάει.

1990-2000 μ.χ. Οι έλληνες έχουν πια όλα τα καλά του Θεού ή μάλλον του γίγαντα. Δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους άλλους λαούς. Μοντέρνα ρούχα, ακριβά κοσμήματα, πιστωτικές κάρτες, ακριβά κρασιά, ιδιωτικά σχολεία και νοσοκομεία, μέχρι και μπανάνες όλο το χρόνο έχουν. Οι άνεργοι δεν είναι πολλοί. Κι όσοι είναι, είτε είναι επιλογή τους, είτε είναι πραγματικά πολύ άτυχοι. Η ελλάδα έχει γεμίσει με πολυεθνικές εταιρείες και πολλοί είναι αυτοί που το έχουν σαν όνειρο να βρουν μια δουλειά σ’αυτές. Οι έλληνες έχουν αφήσει πια τις μικρές δουλίτσες τους και καταπιάστηκαν με μεγάλες business. Σαν αυτές που κάνει κι ο γίγαντας. Δεν καταδέχονται πια δουλειές δύσκολες και κουραστικές. Αυτές τις άφησαν για τους καινούργιους. Έτσι οι άλλοι καϋμένοι γείτονες βλέποντας πως οι έλληνες ευημερούν αποφάσισαν να αφήσουν τον τόπο τους και να πάνε αυτοί στον γίγαντα αφού δεν πηγε ακόμα αυτός σ’αυτούς, και να κάνουν ότι δουλίτσα έβρισκαν πρόχειρη μέχρι να πιάσουν την καλή.

Κι έτσι λοιπόν περνούσε ο καιρός. Οι έλληνες ευημερούσαν με τη βοήθεια του γίγαντα δίνοντας του βέβαια λίγο από το μερίδιό τους. Ο γίγαντας κατάφερε να τους δώσει ότι είχαν όλοι οι λαοί κι έτσι δεν είχαν λόγο να είναι δυσαρεστημένοι. Ήταν μια πολύ καλή συμφωνία. Κάποια στιγμή όμως, επειδή ο γίγαντας ήταν τόσο καλός, μεγάλος και έξυπνος και βοηθούσε κι άλλους λαούς μικρούς σαν τους έλληνες, όχι βέβαια πάντα με τον ίδιο τρόπο γιατί σε περιπτώσεις πιο δύσκολων και διστακτικών λαών έβαζε και πιο μεγάλα μέσα, άρχισε να έχει πρόβλημα. Για παράδειγμα σε κάποιους λαούς είχε πει και λίγα ψεμματάκια πως τάχα τα χρήματα που του χρωστούσαν, δεν τα χρωστούσαν πια σε εκείνον αλλά σε κάτι άλλους γίγαντες φίλους του και πως αυτοί τα ήθελαν πιο γρήγορα απ’ότι είχαν συμφωνήσει ή ότι ήθελαν λίγο περισσότερα. Σε κάποιους άλλους είχε υποσχεθεί πως θα τους βοηθούσε να κάνουν πιο πολλά και μεγάλα πράγματα και πως θα αναλάμβανε ο ίδιος να τα προωθήσει στους φίλους του και τελικά δεν κράτησε την υπόσχεσή του γιατί εκείνη τη στιγμή είχε δώσει τα χρήματά του σε άλλους λαούς. Έτσι άρχισαν οι γκρίνιες και τα προβλήματα και οι έλληνες κάποια στιγμή δυσκολευόντουσαν πάρα πολύ να κρατήσουν τη υπόσχεσή τους. Δεν μπορούσαν πια να δίνουν το μερίδιο του γίγαντα όπως είχαν συμφωνήσει. Αλλά δεν είχαν και περίσσευμα να του δώσουν. Κάποια στιγμή τα πράγματα δυσκόλεψαν κι άλλο. Άρχισαν να μην περισσεύουν χρήματα ούτε για τους ίδιους. Εκτός από τον γίγαντα κάποιοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν ούτε για το νέο τους αυτοκίνητο. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Οι πολυεθνικές εταιρίες άρχισαν να το ξανασκέφτονται και πολλές αποφάσισαν να φύγουν από την ελλάδα και να πάνε σε άλλες χώρες που τηρούσαν τη συμφωνία τους με το γίγαντα. Ο γίγαντας σταμάτησε να συστήνει στους φίλους του τους έλληνες και πολλοί σταμάτησαν να αγοράζουν την πραγμάτεια των ελλήνων. Πολλοί άκουσαν για την κακή φήμη των ελλήνων και σταμάτησαν να τους επισκέπτονται. Άλλοι πάλι άρχισαν να ζητάνε περισσότερα χρήματα για τα πράγματα που πουλούσαν στους έλληνες. Οι τσαχπίνηδες βέβαια βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν ακόμα περισσότερα λεφτά. Οι έλληνες έβαλαν τα κλάματα. Δεν άντεχαν άλλο. Ότι είχαν χτίσει με τόσο κόπο άρχισε να χάνεναι. Τα σπίτια τους, τα αυτοκίνητά τους, οι δουλειές τους... Αλλά ο γίγαντας είχε μεγάλη καρδιά! Δεν άντεχε να τους βλέπει μέρα με τη μέρα να γίνονται όλο και πιο πολύ ράκος. Ήταν τέτοια η στεναχώρια τους που συγκινήθηκε και αποφάσισε πως έπρεπε να κάνει κάτι γι’αυτό το λαό, να μην τον αφήσει να καταστραφεί εντελώς. Μια και δυο λοιπόν, πάει τους πιάνει και τους λέει:

«Καλοί μου έλληνες, με στεναχωρεί πολύ αυτή η κατάσταση. Δεν αντέχω να σας βλέπω τόσο πικραμένους και αισθάνομαι τύψεις που εγώ σας βοήθησα να φτάσετε τόσο ψηλά και εξαιτίας μου τώρα καταστρέφεστε. Γι’αυτό λοιπόν πήρα μια μεγάλη απόφαση».

«Τι; Τι απόφαση πήρες μεγάλε γίγαντα; Να μας ξεπαστρέψεις εντελώς; Δεν βλέπεις πως καταντήσαμε;»

«Όχι, όχι μην βιάζεστε. Θέλω να σας βοηθήσω. Αποφάσισα πως το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι μου ζητήσετε λεφτά για να καλύψετε τις υποχρεώσεις σας, φτάνει βέβαια να μου τα επιστρέψετε βάζοντας πάλι κάτι παραπάνω; Τι λέτε;»

Οι έλληνες δεν πίστευαν στα αυτιά τους! Αφού κοιτάχτηκαν όλοι μαζί, χαμογέλασαν και αναφώνησαν:

«Μα τι καλός που είναι αυτός ο γίγαντας! Πόσο μεγάλη καρδιά έχει!»

«Βέβαια,» συνέχισε ο γίγαντας, «θα χρειαστεί να δουλέψετε πιο σκληρά τώρα για να μου επιστρέψετε αυτά που θα σας δανείσω γιατί είναι πολύ περισσότερα από αυτά που σας έδινα και εσείς χρωστάτε πολλά λεφτά».

«Μα καλέ μας γίγαντα τι λες τώρα;» αποκρίθηκαν οι έλληνες. «Εμείς θα δουλέψουμε όσο χρειαστεί για να σε ξεπληρώσουμε αφού έτσι θα σώσουμε αυτά που έχουμε.»

«Τότε είμαστε σύμφωνοι.» είπε ο γίγαντας. «Και μην ξεχνάτε πως έτσι σε λίγο καιρό θα μπορείτε και πάλι να ξοδεύετε χρήματα για να έχετε αυτά που θέλετε.»

Και το χαμόγελο στα χείλη των ελλήνων έγινε ακόμα μεγαλύτερο.



Η όποια ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική. Αφορμή και έμπνευση είναι οι ίδιες οι καταστάσεις της ζωής μου όπως εγώ τις αντιλαμάνομαι και όπως πολύ εύστοχα τις παρουσιάζουν οι Uderzo και Goscinny μέσα από την ιστορία τους “Οβελίξ και ΣΙΑ”.




Αστερίξ - Τεύχος 02 - Οβελίξ και Σία                                                                                                                            

2 σχόλια:

Roadartist είπε...

Rene Goscinny - Albert Uderzo, το πιο απίστευτο δίδυμο!! :) Μπράβο για αυτό το post, πάρα πολύ ωραίο.. ευχαριστώ, καληνύχτα!!

.liketobite είπε...

Έχω βέβαια όλη τη συλλογή την οποία διαβάζω και ξαναδιαβάζω! Σας ευχαριστώ.